Γιώργου Καραμπελιά ‘’Συνωστισμένες στο Ζάλογγο’’ Οι Σουλιώτες, ο Αλή πασάς και η αποδόμηση της Ιστορίας

    Δημήτρης Θ. Τσιάμαλος, Διδάκτωρ Παντείου Πανεπιστημίου – Φιλόλογος

 

Αγαπητοί φίλοι

Έχω την τιμή να παρουσιάσω απόψε το βιβλίο του Γιώργου Καραμπελιά που φέρει τον τίτλο ΄΄Συνωστισμένες στο Ζάλογγο΄΄ και τον υπότιτλο ΄΄οι Σουλιώτες, ο Αλή Πασάς και η αποδόμηση της Ιστορίας΄΄. Και λέω έχω την τιμή, γιατί πραγματικά είναι τιμητικό και το εννοώ να παρουσιάζει κανείς το τελευταίο έργο ενός από τους σημαντικότερους διανοητές του καιρού μας με πολύπλευρη κοινωνική, πολιτική και πνευματική δράση. Και μάλιστα σήμερα που τα πάντα γύρω μας βουλιάζουν σε μια Ελλάδα που συγκλονίζεται από την εκκωφαντική απουσία πνευματικών ανθρώπων και την ουσιαστικά παντελή έλλειψη πολιτικών προσώπων.

Η ενεργός παρουσία του Γιώργου Καραμπελιά στα πνευματικά και πολιτικά δρώμενα του τόπου μάς θυμίζει πως δεν απορροφήθηκαν από το σύστημα όλοι οι πνευματικοί άνθρωποι της Ελλάδας, δε χάθηκαν στους δαιδαλώδεις διαδρόμους των οικονομικών πακέτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, πως δεν εντάχθηκαν στο παγκοσμιοποιητικό σύστημα με ανταλλάγματα θέσεις και παχυλούς μισθούς, αλλά παρέμειναν κοντά στο λαό να τον αφουγκράζονται, να τον καθοδηγούν και να τον στηρίζουν στις δύσκολες μέρες του νέου Μεσαίωνα που ξημερώνει.

Αλλά και για έναν ακόμα λόγο, αγαπητοί φίλοι, θέλησα να παρουσιάσω απόψε το βιβλίο του Γιώργου Καραμπελιά. Για το λόγο ότι η έκδοσή του αποτελεί ανάχωμα στην πλημμυρίδα των εκδόσεων της αποδομητικής ιστορικής σχολής η οποία έβαλε ως στόχο να απομυθοποιήσει σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό τα εθνικά μας σύμβολα, τις εθνικές μας αναφορές, που λειτουργούν ως σταθερές στο corpus της εθνικής μας ιστορίας και της ιστορικής μας συνείδησης. Μετά το κρυφό σχολειό, την Τριπολιτσά, την 25η Μαρτίου, τα Ορλωφικά, έρχεται και η σειρά των Σουλιωτών, της <<κλεφτουριάς>>, των ένοπλων συσσωματώσεων των Ελλήνων. Είναι άραγε τυχαία η επιλογή της αποδομητικής ιστορικής σχολής να αμφισβητηθεί η εθνική συνείδηση των Σουλιωτών, η αυτοπυρπόληση του Σαμουήλ στο Κούγκι, η ανατίναξη της Δέσπως <<στου Δημουλά τον πύργο>> και ο χορός του Ζαλόγγου; Κάθε άλλο μάλιστα. Σκοπός τους είναι αμφισβητώντας τα παραπάνω να ενισχύσουν την ιδεολογική τους θέση ότι από τον προεπαναστατικό ελληνισμό απουσιάζει παντελώς η εθνική συνείδηση και ότι το ελληνικό έθνος διαμορφώνεται μέσω του κράτους, όπως και στην Ευρώπη.

Για να γίνει όμως περισσότερο κατανοητό το θέμα της αποδομητικής ιστορικής σχολής στην Ελλάδα θα μου επιτρέψετε να δώσω, με τη βοήθεια και του συγγραφέα, το ιστορικο-κοινωνικό πλαίσιο μέσα στο οποίο διαμορφώθηκε αυτή η <<σχολή>>, τους στόχους της και τις συνέπειες της επικράτησής της.

Είναι αλήθεια ότι τις τελευταίες δεκαετίες η <<εκσυγχρονιστική>> Αριστερά, ύστερα από την αναδίπλωση της αστικής διανόησης, της απονομιμοποίησής της και της ταύτισής με τη δικτατορία, κυριάρχησε στον ακαδημαϊκό χώρο, κυρίως στο χώρο της ιστορίας και των επιστημών του ανθρώπου, κυριάρχησε στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, στους εκδοτικούς οίκους, στο χώρο της εκπαίδευσης, στα βιβλία της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης. Έγινε αυτό που λέμε ηγεμονική δύναμη.

Με την κατάρρευση του <<σοσιαλιστικού στρατοπέδου>> και την εδραίωση της Νέας Τάξης Πραγμάτων, στην διαδικασία της παγκοσμιοποίησης οι διανοητές της εκσυγχρονιστικής Αριστεράς θα γίνουν προνομιακοί συνομιλητές του κράτους. Είναι αυτοί που θα λειτουργήσουν ως ιδεολογικός μηχανισμός του κράτους. Είναι αυτοί που θα προωθήσουν με κάθε τρόπο και μέσο την παγκοσμιοποιητική ιδεολογία με ένα λόγο αντεθνικό, αποδομητικό, καθώς η δυτική ιστορική και κοινωνιολογική σκέψη στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης αποδομεί τις εθνικές αφηγήσεις, αποδομεί τις εθνικές ταυτότητες. Ακολουθώντας λοιπόν τις επιταγές της αυτοκρατορικής-παγκοσμιοποιητικής ιδεολογίας η ελληνική εκσυγχρονιστική Αριστερά απαξιώνει την εθνική ταυτότητα και τον πατριωτισμό και προσπαθεί στο χώρο της ιστορίας με αποσιωπήσεις, διαστρεβλώσεις και υποβαθμίσεις να αποδομήσει τους μύθους της εθνικής μας ιδιοπροσωπίας.

Πολλές μελέτες και βιβλία τα τελευταία χρόνια κινούνται σ΄αυτή την κατεύθυνση. Στο να ξαναγραφεί η ιστορία απαλλαγμένη, όπως αυτοί ισχυρίζονται, από τους εθνικούς μύθους, από τις κατασκευές, που στόχο είχαν να σφυρηλατήσουν το εθνικό μας φρόνημα και την εθνική μας ταυτότητα. Και βέβαια δε θα είχε κανείς αντίρρηση να ξαναγραφεί η ιστορία, όπως επιτάσσει κάθε γενιά, υπό το φως νέων ιστορικών δεδομένων και νέων πηγών. Και να αναθεωρήσουμε, αν χρειαστεί, πράγματα και απόψεις που στηρίζονται σε νέα επιστημονικά δεδομένα. Καμία αντίρρηση. Άλλο αυτό και άλλο η συνειδητή και συστηματική διαστρέβλωση και αποσιώπηση της ιστορικής αλήθειας που εξυπηρετεί πολιτικές σκοπιμότητες και ιδεολογικές κατευθύνσεις. Εξυπηρετεί την ίδια την πολιτική της παγκοσμιοποίησης που απεργάζεται εδώ και χρόνια την κατάργηση των εθνικών κρατών-κυρίως της περιφέρειας- με την αποσύνθεση των εθνικών ταυτοτήτων, γι’ αυτό και οι επιθέσεις εναντίον της γλώσσας και της ιστορίας, δυο προνομιακών χώρων για το εκσυγχρονιστικό μπλόκ όπου τα τελευταία χρόνια παίζεται όλο το παιχνίδι της αποδόμησης και του <<εξευρωπαϊσμού>> μας.

Φίλες και Φίλοι. Το βιβλίο του Γιώργου Καραμπελιά με τον ειρωνικό και συνάμα σαρκαστικό τίτλο Συνωστισμένες στο Ζάλογγο, που θυμίζει το συνωστισμένοι στη Σμύρνη, γράφτηκε με αφορμή πρόσφατα ιστορικά βιβλία και μελέτες, όπως: το Σούλι και οι Σουλιώτες της Βάσως        Ψιμούλη, η έκδοση του Αρχείου του Αλή πασά, ο χορός του Ζαλόγγου του Αλέξη Πολίτη και άλλα, που είδαν το φως της δημοσιότητας και επιχειρούν με αποσιωπήσεις και διαστρεβλώσεις να αποδομήσουν τον ισχυρότερο εθνικό μας μύθο, το Σούλι και τους Σουλιώτες. Είναι βιβλία και μελέτες που κινούνται σ’ αυτή την ιδεολογική κατεύθυνση που είδαμε πιο πάνω• στην κατεύθυνση της κατεδάφισης κάθε εθνικού μύθου, κάθε εθνικής μας αναφοράς.

Η μελέτη του Γιώργου Καραμπελιά προσπαθεί να διερευνήσει με βάση τις πηγές και το υπάρχον ιστορικό υλικό τρία ιστορικά επεισόδια του Σουλίου: Το Κούγκι και την πυρπόλησή του, το Ζάλογγο και το χορό των Σουλιωτισσών και τέλος την ανατίναξη του πύργου του Δημουλά από τη Δέσπω Μπότση. Και τα τρία ιστορικά επεισόδια εντάσσονται και σχετίζονται με τη μακρόχρονη προσπάθεια του Αλή πασά να καταλάβει το Σούλι και να εκδιώξει ή αφανίσει τους Σουλιώτες. Έτσι για να κατανοηθούν καλύτερα τα υπό μελέτη ιστορικά γεγονότα δίδεται από το συγγραφέα συνοπτικά τόσο η ιστορία του Σουλίου όσο και αυτή του Αλή πασά των Ιωαννίνων.

Και τα τρία επεισόδια στο Κούγκι, στο Ζάλογγο και στον πύργο του Δημουλά αποτελούν στόχο της αποδομητικής ιστορικής σκέψης που έχει σκοπό να τα απομυθοποιήσει ή στην καλύτερη περίπτωση να τα αμφισβητήσει ευθέως για να φθάσει στο βασικό ιδεολογικό της πρόταγμα, όπως λέει ο συγγραφέας ότι: η εθνική συνείδηση είναι απούσα από τους Έλληνες πριν από την Επανάσταση του ΄21 και επομένως το ελληνικό έθνος διαμορφώνεται δια της Επαναστάσεως και κυρίως μέσω του κράτους. Και ότι οι Σουλιώτες δεν είναι Έλληνες, αλλά εξελληνίζονται επιγενέστερα, πολύ μετά τη σύγκρουσή τους με τον Αλή πασά.

Όσον αφορά στο τελευταίο, δηλαδή περί επιγενέστερου εξελληνισμού των Σουλιωτών, ο Γιώργος Καραμπελιάς στο βιβλίο του αποδεικνύει με τον πιο εναργή και αδιαμφισβήτητο τρόπο την προϋπάρχουσα εθνική συνείδηση των Σουλιωτών. Κι αυτό μέσα από τις ιστορικές πηγές, μέσα από τα κείμενα της εποχής. Παραθέτει λοιπόν αποσπάσματα από τις επιστολές τόσο της 7ης Οκτωβρίου του 1789 όσο και της 3ης Μαρτίου του ιδίου έτους. Την επιστολή της 7ης Οκτωβρίου του 1789 την απευθύνουν οι οκτώ επίσκοποι Θεσσαλίας, Μακεδονίας και Αλβανίας προς την Αικατερίνη Β΄ με την οποία δηλώνουν όχι μόνο την ετοιμότητά τους να προκαλέσουν μια γενικευμένη εξέγερση κατά των Τούρκων, αλλά και την απόφασή τους να στείλουν τον αρχιμανδρίτη Καλλίνικο στην αυτοκράτειρα, για να καταγγείλει το ναύαρχο Γκίμπς, διοικητή του στόλου της Μεσογείου, διότι δε βοήθησε τους Σουλιώτες και γενικότερα τους Έλληνες στον πόλεμο με τον Αλή πασά. Η επιστολή αυτή, λέει ο συγγραφέας, καταδεικνύει τις στενές σχέσεις των Σουλιωτών με εκείνους τους Έλληνες που προετοίμαζαν μια γενικευμένη εξέγερση κατά τον πόλεμο των Τριών Ιμπερίων(δηλαδή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τους Ρώσους και τους Αψβούργους 1787-1792). Δείχνει και κάτι άλλο θα πρόσθετα εγώ. Την ενεργό συμμετοχή της ορθόδοξης εκκλησίας και στους προεπαναστατικούς αγώνες για την απελευθέρωση του γένους κι αυτό δεν πρέπει να το ξεχνάμε. Όσο κι αν προσπαθεί η αποδομητική ιστορική σχολή να μειώσει ή να υποβαθμίσει τη συμμετοχή της εκκλησίας στους απελευθερωτικούς αγώνες του γένους τα κείμενα είναι εδώ αψευδείς μάρτυρες εσαεί.

Τη δεύτερη επιστολή της 3ης Μαρτίου του 1789 την υπογράφουν έντεκα Σουλιώτες οπλαρχηγοί και την απευθύνουν επίσης στην Αυτοκράτειρα της Ρωσίας λέγοντας ότι είναι έτοιμοι να πολεμήσουν εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Να το παράθεμα:<<Να κινήσωμε πόλεμον καθολικόν εναντίον των αγαρηνών εις την Ρούμελην απάνου>>. Ο δε Πάσχος Κίσας, ένας από τους έντεκα Σουλιώτες οπλαρχηγούς μεταξύ των άλλων αναφέρει: <<Δια τούτο υπόσχομαι να ευρεθώ έτοιμος κατά τας προσταγάς της με ανθρώπους αρματωμένους διακοσίους έτοιμος να χύσωμε το αίμα μας δια το συμφέρον της βασιλείας και το καλόν του γένους μας>>. Επαναλαμβάνω την τελευταία φράση του παραθέματος <<…δια το συμφέρον της βασιλείας και το καλόν του γένους μας>>. Υπάρχει λοιπόν καμιά αμφιβολία ότι οι Σουλιώτες και συνείδηση είχαν και τους εαυτούς τους θεωρούσαν μέρος του ρωμαίικου γένους;

Ας έρθουμε τώρα στο πρώτο γεγονός της ιστορίας του Σουλίου. Στο Κούγκι και την πυρπόλησή του. Ο συγγραφέας στο κεφάλαιο με τον τίτλο Ποιος πυρπόλησε το Κούγκι συγκεντρώνει ΄όλο το διαθέσιμο ιστορικό υλικό και προσπαθεί εξετάζοντάς το να βρει την αλήθεια. Ξεκινά λέγοντας ότι για το ζήτημα της ανατίναξης του Σαμουήλ υπάρχουν αντικρουόμενες μαρτυρίες. Σύμφωνα με την ευρύτερα αποδεκτή εκδοχή, την οποία μεταξύ άλλων υποστηρίζει και ο Περραιβός, ο ίδιος ο Σαμουήλ έβαλε τη φωτιά στην πυρίτιδα ανατινάζοντας το μοναστήρι, όταν ένας από τους απεσταλμένους του Βελή τον απείλησε με τιμωρία από τον Αλή, σύμφωνα με τη μαρτυρία δύο <<μισοκαμένων>> Σουλιωτών που κατόρθωσαν να επιβιώσουν.

Στη συνέχεια παραθέτει και εξετάζει τις μαρτυρίες του βάρδου του Αλή, Χατζή Σεχρέτη, που υποστηρίζει ότι ο Φώτος Τζαβέλας έβαλε φωτιά στην πυρίτιδα με εντολή του Αλή πασά, τη θέση του Χριστόφορου Περραιβού, ο οποίος αν και δεν διέκειτο ευμενώς προς τον καλόγερο Σαμουήλ πιστεύει ότι ο Σαμουήλ έβαλε τη φωτιά, τη θέση του έγκυρου Ιωάννη Λαμπρίδη, την επιστολή του Βελή στον πατέρα του Αλή και τέλος τη θύμηση, γραμμένη σε τοιχογραφία του Αγίου Νικολάου, εκκλησίας της Σέλιανης. Αφού εξετάζει με υποδειγματικό- επιστημονικό τρόπο όλες τις μαρτυρίες, καταλήγει διατηρώντας βέβαια κάποιες αμφιβολίες, στη άποψη πως η πιθανότερη εκδοχή παραμένει εκείνη της αυτοπυρπόλησης για πολλούς και διαφόρους λόγους τους οποίους και εξηγεί.

Στη συνέχεια και στην υποενότητα με τίτλο Ποιος παραχαράσσει την ιστορία ο συγγραφέας εξετάζει τη βεβαιότητα της Βάσως Ψιμούλη ότι τα γεγονότα έγιναν ακριβώς όπως τα παρουσιάζουν ο Αλή πασάς και ο Χατζή Σεχρέτης. Ότι δηλαδή ο Φώτος Τζαβέλας έβαλε φωτιά στο μπαρούτι κατ΄εντολή του Αλή πασά. Μάλιστα φτάνει στο σημείο η Ψιμούλη να δείξει και το δημιουργό του μύθου της θυσίας του Σαμουήλ, που δεν είναι άλλος από το σύγχρονο των γεγονότων Χριστόφορο Περραιβό. Διαβάζω το σχετικό παράθεμα: <<Ο Περραιβός από την πλευρά του…θα αποκρύψει, έτσι την εμπλοκή του Τζαβέλα στο γεγονός της πυρπόλησης του καλόγερου Σαμουήλ. Προκειμένου να αποκαθάρει την όλη υπόθεση της παράδοσης του Σουλίου, θα τη συνδέσει με μια πράξη αυτοθυσίας. Ο Περραιβός ως εκ τούτου είναι ο δημιουργός του μυθικού προσώπου του Σαμουήλ και της αυτοπυρπόλησής του. Απ΄ αυτόν θα αντλήσουν οι μεταγενέστεροι ιστοριογράφοι και λογοτέχνες, αναπαράγοντας πιστά στο έργο τους την ηρωική αυτοθυσία του ιερομόναχου>>.

Αυτή η βεβαιότητα της Ψιμούλη που φθάνει στα όρια της αλαζονείας και της επιστημονικής αμετροέπειας καταρρίπτεται παταγωδώς από τα στοιχεία που παραθέτει ο συγγραφέας. Στο βασικό της επιχείρημα ότι ο Περραιβός είναι ο δημιουργός του μυθικού προσώπου του Σαμουήλ και της αυτοπυρπόλησής του και ότι απ΄αυτόν θα αντλήσουν οι μεταγενέστεροι ιστοριογράφοι και λογοτέχνες, ο Καραμπελιάς παραθέτει όχι μία ούτε δύο αλλά τέσσερεις αναφορές στο συμβάν που προηγούνται εκείνης του Περραιβού και μάλιστα ξένων συγγραφέων. Η πρώτη είναι του Πουκεβίλ που γράφτηκε αμέσως μετά τα γεγονότα και εκδόθηκε το 1805, η δεύτερη με τίτλο Ταξίδι στην Ελλάδα του ανθέλληνα Γερμανού Μπαρτόλντυ κι αυτή του 1805, η τρίτη του Τζον Χομπχάουζ, Ταξίδι στην Αλβανία, το 1813 και η τέταρτη του Χένρυ Χόλλαντ το 1814. Και οι τέσσερις ξένοι συγγραφείς κάνουν λόγο για το Σαμουήλ. Και οι τέσσερις ξένοι συγγραφείς περιγράφουν το συμβάν πριν ακόμα κυκλοφορήσει η Ιστορία του Χριστόφορου Περραιβού στη Βενετία το 1815. Και δικαίως αποφαίνεται ο Καραμπελιάς ότι δημιουργός του μυθικού προσώπου δεν είναι ο Περραιβός, αλλά ο Μπαρτόλντυ, ο Πουκεβίλ και οι λοιποί περιηγητές.

Έτσι με μια εμπεριστατωμένη ανάλυση που δεν μπορεί να φανεί στο πλαίσιο μιας παρουσίασης βιβλίου ο Καραμπελιάς καταρρίπτει τα σαθρά επιχειρήματα της Ψιμούλη, του Ασδραχά, του Παναγιωτόπουλου, του Δημητρόπουλου και των άλλων, καταδεικνύει πολλές από τις αποσιωπήσεις και τις παραποιήσεις που αφορούν στο Κούγκι και στο Φώτο Τζαβέλα και θέτει ευθέως το ερώτημα, γιατί και πώς εξηγείται η μεγάλη ευκολία με την οποία ορισμένοι ιστορικοί τις αποδέχονται αβασάνιστα; Και καταλήγει στο εξής τραγικό και συνάμα αποκαλυπτικό συμπέρασμα για τους θιασώτες της αποδομητικής σκέψης ότι αν λοιπόν καταδείξουμε, έστω και βιάζοντας τα γεγονότα, πως στο Κούγκι όχι απλώς δεν συνέβη μια ηρωική αυτοπυρπόληση αλλά, πιθανότατα -αν όχι σίγουρα- αυτουργός της ανατίναξης υπήρξε ο γνωστότερος ήρωας του Σουλίου, ο Φώτος Τζαβέλας, υπείκων σε εντολές του Αλή πασά, τότε- γράφει ο συγγραφέας- επιτυγχάνουμε δύο στόχους ταυτόχρονα: ο Σαμουήλ παύει να είναι ο ηρωικός καλόγερος που αυτοπυρπολήθηκε και ο Τζαβέλας μεταβάλλεται σε <<προδότη>>. Επιβεβαιώνεται έτσι η θέση πως οι Σουλιώτες δεν διέθεταν εθνική συνείδηση, ενώ πολλές από τις ηρωικές πράξεις που τους αποδίδονται είναι <<κατασκευασμένες>> από τους <<εθνικιστές ιστορικούς>>.

Ανάλογη διεισδυτική ματιά και στέρεη επιχειρηματολογία διακρίνει κανείς και στο κεφάλαιο που φέρει τον τίτλο Συνωστισμένες στο Ζάλογγο. Ο συγγραφέας θέλοντας να δείξει πως ο απομυθοποιητικός ζήλος της Ψιμούλη δεν περιορίζεται στο Κούγκι, το Σαμουήλ και τον Τζαβέλα, αλλά επεκτείνεται και στον εθνικό μύθο του Ζαλόγγου παραθέτει ένα σχετικό απόσπασμα από το βιβλίο της Ψιμούλη το Σούλι και οι Σουλιώτες. Γράφει λοιπόν η Ψιμούλη μεταξύ άλλων και τα εξής καταπληκτικά για το Ζάλογγο: <<Έτσι στρατεύματα του Αλή [ ] επιτίθενται αιφνιδιαστικά στους Σουλιώτες που έχουν καταφύγει στο Ζάλογγο. Στη διάρκεια της διεξαγόμενης σε στενωπούς και μονοπάτια του όρους, μάχης, μέρος των γυναικοπαίδων κατακρημνίστηκε είτε απωθούμενο στην άκρη του γκρεμού από τους οπισθοχωρούντες μαχητές είτε με απόφαση των γυναικών να προτιμήσουν γι΄ αυτές και τα παιδιά τους τον εκούσιο θάνατο παρά μια οδυνηρή αιματοχυσία και αιχμαλωσία. Αγνοούμε, ωστόσο, αν αυτό συνέβη <<εν χοροίς και άσμασι>>, όπως περιγράφει ο Περραιβός στην έκδοση της Βενετίας. Ο ίδιος βέβαια θα το αναιρέσει στην έκδοση της Αθήνας, αλλά θα το επαναλάβουν οι μεταγενέστεροι Ι. Λαμπρίδης και Σπ. Αραβαντινός, πλάθοντας έτσι τον δεύτερο ηρωικό μύθο μετά απ΄ αυτόν της αυτοπυρπόλησης του Σαμουήλ>>.

Αυτή τη θέση της Ψιμούλη, ότι δηλαδή μέρος των γυναικών του Σουλίου κατακριμνήσθηκε απωθούμενο στην άκρη του γκρεμού από τους οπισθοχωρούντες μαχητές, σχολιάζει με γλαφυρό τρόπο ο συγγραφέας και σε ορισμένα σημεία με δηκτικό και ειρωνικό, διότι η Ψιμούλη με τα λεγόμενά της προκαλεί όχι μόνο το κοινό αίσθημα αλλά και την κοινή λογική. Γράφει λοιπόν ο Καραμπελιάς μεταξύ των άλλων: << Η ίδια τεχνική κι εδώ: ξεκινάμε από το υπαρκτό γεγονός και αμφισβητούμε τον αγωνιστικό ηρωικό πυρήνα του, το μεταβάλλουμε σε ένα απλό και αμφιλεγόμενο επεισόδιο μιας αδυσώπητης σύγκρουσης. Οι Σουλιώτισσες μπορεί και να τσαλαπατήθηκαν από τα αδέλφια και τους συζύγους τους, εξ αιτίας της στενότητας του χώρου, όπως σε έναν σύγχρονο ποδοσφαιρικό αγώνα, ή όπως, ίσως, στην προκυμαία της Σμύρνης! >>

Ασχολίαστη βέβαια δεν αφήνει ο Καραμπελιάς ούτε τη θέση της Ψιμούλη για το χορό του Ζαλόγου, που ξεπερνώντας την ειρωνεία φθάνει δυστυχώς, η τελευταία, στη λοιδορία του τραγικού θανάτου των γυναικών, ούτε τη σοβαροφανή στάση του Αλέξη Πολίτη, ο οποίος, αφού παραθέτει πληθώρα βιβλιογραφικών αναφορών, καταλήγει σε ανάλογες λοιδορίες για το μύθο του Ζαλόγγου και σε συμπεράσματα γενικά και αποκαλυπτικά της αποδομητικής ιστορικής σκέψης. Γράφει λοιπόν ο Πολίτης στη μελέτη του με τίτλο Μύθοι και ιδεολογήματα στη σύγχρονοι Ελλάδα ότι ο Χορός του Ζαλόγγου αποτελεί μαζί με τις μυθοποιημένες εκδοχές των κλεφταρματολών και των αλλεπάλληλων εξεγέρσεων κατά των Οθωμανών, το συμπληρωματικό ταίρι του Κρυφού σχολειού: παιδεία και ανδρεία συνιστούν τα αγκωνάρια κάθε ιδεολογήματος για την εξαιρετική ελληνική φυλή.

Ο Γιώργος Καραμπελιάς, αφού αποκαλύπτει τα τεχνάσματα που χρησιμοποιούν στα κείμενά τους οι δυο ως άνω εκφραστές της αποδομητικής ιστορικής σχολής παραθέτει πληθώρα σχετικών αναφορών και μαρτυριών για το γεγονός και καταλήγει με την άποψη του Βακαλόπουλου, ενός ιστορικού που σέβεται, όπως λέει, το λειτούργημά του: Νομίζω, λέει ο Βακαλόπουλος, ότι ο χορός είναι πραγματικότητα και πρέπει να έγινε από εκείνες τις Σουλιώτισσες, που από την απελπισία τους είχαν μεταρσιωθή σε ένα είδος υπεράνθρωπης εξάρσεως και αυτοθυσίας…

Ανάλογη αντιμετώπιση από την Ψιμούλη έχει και το τρίτο επεισόδιο της ιστορίας του Σουλίου· η ανατίναξη του πύργου του Δημουλά από τη Δέσπω Μπότση στη Ρινιάσα το Δεκέμβρη του 1803. Οι έγκλειστες στον πύργο γυναίκες του γένους Γιωργάκη Μπότση με προεξάρχουσα τη σύζυγο του Γιωργάκη Μπότση, Δέσπω, για να μην πέσουν στα χέρια των Τουρκαλβανών έβαλαν φωτιά στην πυρίτιδα και ανατινάχτηκαν μαζί με τα παιδιά τους. Η Ψιμούλη, λέει ο Καραμπελιάς, δεν υιοθετεί ούτε απορρίπτει το συμβάν, ναρκοθετεί όμως την αληθοφάνειά του με τη φράση <<εκεί συνέβη και το παραδιδόμενο, επίσης από τον Περραιβό, ολοκαύτωμα>>, μια και ο Περραιβός ελέγχεται για την ακρίβεια των λεγομένων του. Η περιγραφή με αυτή τη φράση, λέει ο συγγραφέας, ενός γεγονότος τέτοιας εκρηκτικής ιστορικής και συναισθηματικής φόρτισης, κάνει τον αναγνώστη τουλάχιστον επιφυλακτικό ως προς την ιστορική ύπαρξή του.

Κι εδώ ο συγγραφέας μάς επισημαίνει πως το εν λόγω γεγονός δεν παραδίδεται μόνο από τον αναξιόπιστο, για την Ψιμούλη, Περραιβό, αλλά και από τον Μπαρτόλντυ στα 1805 και βέβαια από το πασίγνωστο δημοτικό τραγούδι που ο Φωριέλ το δημοσίευσε το 1824.

Είναι πλέον εμφανές και στον πιο δύσπιστο αναγνώστη τέτοιων κειμένων, σαν αυτό της Ψιμούλη, του Πολίτη και των άλλων εκφραστών της αποδομητικής ιστορικής σκέψης ότι η προσπάθειά τους είναι να αποκαθάρουν την ελληνική ιστοριογραφία από τους εθνικούς μύθους, οι οποίοι συνέβαλαν και συμβάλλουν στη σφυρηλάτηση των εθνικών ιδεωδών, στην παραγωγή συμβόλων και συλλογικών αναπαραστάσεων.

Και όσον αφορά στην Ψιμούλη και στην εκτεταμένη της μελέτη, ο Γιώργος Καραμπελιάς περίτρανα αποδεικνύει στο πόνημά του ότι η συγκεκριμένη συγγραφέας υποβαθμίζοντας συστηματικά τον ηρωισμό των Σουλιωτών και αποσιωπώντας προκλητικά άλλα, λιγότερο γνωστά, εξίσου όμως ηρωικά γεγονότα, όπως είναι αυτό της αντίστασης της Λένης Μπότσαρη στο μοναστήρι του Σέλτσου, δεν αποδομεί ή αν θέλετε δεν αμφισβητεί έναν ακόμα εθνικό μύθο, αλλά στοχεύει σ΄αυτό που και άλλοι ομοϊδεάτες της στοχεύουν με τα βιβλία τους και τις μελέτες τους· στην ενίσχυση και εδραίωση του βασικού τους ιδεολογικού προτάγματος: ότι η εθνική συνείδηση για τους Έλληνες συνεπώς και για τους Σουλιώτες πριν από την Επανάσταση του ΄21 και τη δημιουργία εθνικού κράτους είναι απούσα. Με άλλα λόγια οι Έλληνες αποκτούν συνείδηση της ταυτότητάς τους στην Επανάσταση και μέσα από το κράτος που δημιουργούν, όπως και οι άλλοι λαοί της Ευρώπης.

Μπορεί οι λαοί της Ευρώπης, λέει ο Νίκος Σβορώνος, να διαμόρφωσαν εθνική συνείδηση μέσα από τις διαδικασίες αστικοποίησης της κοινωνίας τους και της εθνογένεσης, όμως άλλοι λαοί (Έλληνες, Εβραίοι) είχαν εθνική συνείδηση αιώνες πριν, διαμορφωμένη πάνω σε ένα κοινό σύστημα πολιτισμικών αξιών με κοινό παρελθόν και αναμνήσεις ιστορικά καταγεγραμμένες. Το φυλετικό στοιχείο, το ορθόδοξο χριστιανικό και το οικουμενικό είναι οι μορφωποιητικοί παράγοντες της εθνικής συνείδησης του Ελληνισμού, συσσωματωμένοι στη βάση της πολιτισμικής του ιδιοπροσωπίας, έτσι όπως καταγράφηκαν από την αρχαιότητα ίσαμε την Επανάσταση του 1821.

Στην ίδια κατεύθυνση κινούνται και οι απόψεις του Γιώργου Καραμπελιά, ο οποίος λέει πως η εθνική συνείδηση, πριν την επανάσταση του ΄21 και τη δημιουργία εθνικού κράτους, αποτελεί για τους Έλληνες και τους Σουλιώτες πολεμιστές μια συνείδηση γένους, μια συνείδηση σχεδόν ταυτισμένη με τη θρησκευτική ταυτότητα και τις παραδόσεις, μια συνείδηση της ρωμιοσύνης.

Αγαπητοί φίλοι, τελειώνοντας μπορώ ευθέως να διατυπώσω την άποψη πως το βιβλίο του Γιώργου Καραμπελιά Συνωστισμένες στο Ζάλογγο συμβάλλει αναμφίβολα στην αντιμετώπιση της αποδομητικής κριτικής των εθνικών αφηγήσεων με στέρεα επιχειρήματα και πληθώρα αποδείξεων. Αποτελεί ταυτόχρονα κι ένα λαμπρό υπόδειγμα επιστημονικής κριτικής για τους μελλοντικούς ιστορικούς και ιστοριολογούντες.

Σας ευχαριστώ

 

 

This entry was posted in Ιστορία. Bookmark the permalink.

Σχολιάστε