Δημήτρης Θ. Τσιάμαλος, Διδάκτωρ Παντείου Πανεπιστημίου – Φιλόλογος
Κυρίες και Κύριοι
Έχω την τιμή να παρουσιάσω απόψε το τέταρτο κατά σειρά βιβλίο της Ρούλας Καρακατσάνη με τίτλο <<Εδώ αρχίζει τ΄ όνειρο>> από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Και λέω έχω την τιμή γιατί η Ρούλα Καρακατσάνη είναι από τους ελάχιστους λογοτέχνες που επιμένει σε πείσμα των καιρών να κάνει λογοτεχνία. Δηλαδή τέχνη του λόγου. Να ακολουθεί τους παλιούς δοκιμασμένους κανόνες της καλής λογοτεχνίας και να κλείνει τ΄ αυτιά στις σειρήνες και στις ανάγκες που η αγορά έχει διαμορφώσει για κείμενα επικοινωνιακού χαρακτήρα, απαξιωτικά του λογοτεχνικού ήθους και των αξιών της ζωής.
Μέσα σε ένα παγκοσμιοποιημένο λογοτεχνικό περιβάλλον που την τελευταία δεκαετία άλλαξε δραματικά και επώδυνα, η Ρούλα Καρακατσάνη επιμένει και αναζητά το όνειρο. Θωπεύει μνήμες. Ψηλαφεί το σφυγμό του αγώνα. Αγγίζει με τα φτερά του έρωτα την πτωτική φύση του ανθρώπου. Οργίζεται. Ελπίζει. Καταγγέλλει πιστεύοντας πως η λογοτεχνία δεν είναι ένα σχήμα προορισμένο να προσφέρει μόνο συγκινησιακό ερεθισμό, αλλά και αλήθειες-αξίες. Μια βάση απ΄ όπου ο άνθρωπος ατενίζει το παρελθόν και διορθώνει το μέλλον.
Κι αυτό σε μια εποχή που η παραδοσιακή λογοτεχνία και η ιστορία της, παγκοσμίως, απορρίπτεται ως διαχρονική πλάνη κάτω από το ανηλεές σφυροκόπημα της θεωρίας της αποδόμησης και αντικαθίσταται από το συγχρονικό παράδειγμα, το επικαιρικό γεγονός. Αυτό το πνεύμα της εποχής μας που είναι προσηλωμένο στην επικαιρότητα κάνει το μυθιστόρημα-κατά τον Μίλαν Κούντερα- να μην είναι έργο λογοτεχνικό, αλλά γεγονός της επικαιρότητας, όπως τόσα άλλα γεγονότα. Μια χειρονομία δίχως αύριο. Αυτή τη λογοτεχνική έκπτωση διακρίνει πολύ πρώιμα και ο δικός μας Οδυσσέας Ελύτης, όταν στο βιβλίο του <<Ανοιχτά Χαρτιά>> γράφει:<<Ω ναι, μου φαίνεται πως η εποχή της λογοτεχνίας των ανεξαρτήτων λαών τελειώνει, μπαίνουμε στην εποχή της παραλογοτεχνίας των Ευρωπαϊκών επαρχιών. Κάτι που να διαβάζεται αλλά να μην είναι ακριβώς γλώσσα, να αφορά τη σκέψη, αλλά να μην απασχολεί τη σκέψη, να προσφέρει φαντασία, όμως έτοιμη και συσκευασμένη όπως στον κινηματογράφο, που να μη ζητάει δηλαδή συνεπίκουρο τη δική μας>>.
Σ΄ αυτή την εποχή λοιπόν της απαξιωμένης λογοτεχνίας και του πνευματικού σχετικισμού έρχεται η Καρακατσάνη με το καινούριο της βιβλίο να συντηρήσει το όνειρο. Μέσα στις εκατόν ογδόντα σελίδες του μυθιστορήματος βλέπει κανείς να ξεδιπλώνεται μπροστά του σχεδόν ολόκληρη η μεταπολεμική Ελλάδα με κύριο σημείο αναφοράς τη δικτατορία του ΄67.
Η αφηγηματική πρόθεση της συγγραφέα είναι να εκθέσει ένα υλικό που μεταδίδει τραγικό, ατομικό μεγαλείο, σε μια εποχή που ο άνθρωπος πίστεψε στο όραμα, στις δυνατότητες να αλλάξει τον κόσμο. Κι αυτό το πετυχαίνει με την αφηγηματική πλημμυρίδα του ήρωά της, αφού η ίδια η συγγραφέας περιορίζεται σε ρόλο παρατηρητή ή καλύτερα καταγραφέα και μόνο δύο ή τρεις φορές, αν δεν κάνω λάθος, αντικαθιστά τον ήρωα-αφηγητή. Κι αν συμφωνήσουμε με την άποψη ότι η πρωτοτυπία και η μοναδικότητα είναι κατεξοχήν χαρακτηριστικά του αληθινού καλλιτέχνη και της αληθινής τέχνης, τότε θα πρέπει να δεχτούμε ότι η Ρούλα Καρακατσάνη πέτυχε και τα δύο. Πρωτοτυπία στη δομή του μυθιστορήματος και μοναδικότητα στη σύλληψη. Δημιούργησε ένα πολυεπίπεδο λογοτεχνικό οικοδόμημα όπου τα γεγονότα δεν ακολουθούν μια ανάπτυξη παρατακτική, γραμμική, αλλά σύνθετη σε διαστάσεις χρόνου και τόπου δομημένη αριστοτεχνικά. Η σύνθετη αυτή δομή είναι εκείνη που μετακινεί τον αναγνώστη από τον ένα χώρο στον άλλο, από τη μια εποχή στην άλλη και από το ένα πρόσωπο στο άλλο δίδοντάς του τη δυνατότητα και την ευκαιρία να εισχωρήσει στα συναισθήματα και στις σκέψεις των πρωταγωνιστών.
Υλικό συναρμολόγησης όλων αυτών των επιπέδων, όλων αυτών των γεγονότων, Η ΜΝΗΜΗ. Μέσα από τη μνήμη ζωντανεύουν οι εποχές, οι άνθρωποι, οι έρωτες, τα συναισθήματα, η δυστυχία, ο αγώνας και το όραμα. Η μνήμη καράβι που ταξιδεύει στο παρελθόν, που ταξιδεύει στο χρόνο. <<Μπορούμε να ταξιδεύουμε στο χρόνο μόνο σαν ανάμνηση>> λέει ο ήρωας. Κι αλλού η μνήμη ζωγράφος που γεμίζει τις στιγμές με χρώματα και κραυγή σιωπής. <<Η μνήμη τα χρωματίζει όπως αυτή θέλει. Εμείς παραμένουμε στη σκιά του υποσυνείδητου, κραυγή κρυμμένη στα εσώψυχα φωνάζει τη σιωπή μας. Αυτοί που μένουν πίσω, τριγυρνάνε στα συντρίμμια του χθες σα φαντάσματα, ψάχνοντας τους ανώνυμους αγωνιστές που χάθηκαν για την ιδέα της δημοκρατίας>> λέει η συγγραφέας με τη φωνή του ήρωα.
Η μνήμη καράβι που ταξιδεύει στο παρελθόν, που ταξιδεύει στο χρόνο κι ανασύρει μορφές που πάλεψαν στη ζωή, που μάτωσαν και χάθηκαν-φευ- για ένα αδειανό πουκάμισο, για μιαν Ελένη. Κι άλλοι που αποτραβήχτηκαν στα λαγούμια του φόβου, αηδιασμένοι, απογοητευμένοι απ΄ τους ανθρώπους με τη γεύση της προδοσίας στα χείλη. Χελιδόνης, Σωκράτης, Βάγγος, Γλυκερία, Τίμος. Όλοι άγνωστοι κι όλοι γνωστοί, της διπλανής μας πόρτας. Γνωστοί μας που μέχρι χθες μοιράζαμε το όνειρο, κόβαμε την ελπίδα στα τέσσερα για να ΄χουν τα παιδιά φωνή, όταν θα μεγαλώσουν. Αντίδωρο μιας ζωής χαμένης στα χαρτιά και κερδισμένης στην αιωνιότητα της στιγμής. Πρόσωπα τραγικά, άνθρωποι βασανισμένοι κυκλοφορούν στις σελίδες του βιβλίου, προδομένοι από τον Έρωτα, απ΄ το κόμμα, τους ανθρώπους, ανυποψίαστοι ουραγοί της πιο απλής αλήθειας ότι η πολιτική είναι ιλαροτραγική γιατί την ορίζουν πάντοτε τα σύνορα, όπου αυτοφυλακίζεται το ουδέν το ενικότερον του προσώπου μας- κατά πως λέει κι ο φίλος μου ο Ζουράρις.
Κι αν η μνήμη μας ταξιδεύει πίσω στο χρόνο, η γλώσσα, ο λόγος μας οδηγεί στο όνειρο. Στις ψηλότερες κορφές του πνεύματος, εκεί που η ομορφιά ταυτίζεται με την αλήθεια. Και η αλήθεια της Ρούλας Καρακατσάνη είναι πάνω απ΄ όλα γλωσσική. Γνήσια απόγονος της ιλαροτραγικής μας ποιητικής παράδοσης- όπως κι όλοι οι μεγάλοι λογοτέχνες- μετουσιώνει τον πεζογραφικό λόγο σε ποίηση. Παίζοντας με τις λέξεις και προσπαθώντας να τις στήσει <<σαν ζογκλέρ- όπως η ίδια λέει- πάνω σε τεντωμένο σχοινί>> δημιουργεί εικόνες και συναισθήματα απείρου κάλλους. Ανιχνεύει το πρόσωπο του Αόρατου. Αφήνει ίχνη στις πλαγιές του ονείρου. Και να η πρώτη απόδειξη:<<Ο άνεμος όλη νύχτα γράφει μανιασμένα πάνω στην άμμο μηνύματα κρυφά, κανείς δε θα προλάβει να τα διαβάσει. Απελπισμένες πατημασιές τρέχουν να ξεχάσουν μικρές στιγμές, δοκιμασίες, προδομένους έρωτες. Θα τα σβήσουν περνώντας βιαστικές. Αφήνουν τα ίχνη τους για λίγο να τ΄ ακολουθούν κι ύστερα όλα είναι αφανισμένα. Η μέρα έχει χαράξει, ο ήλιος με τυφλώνει. Αδυνατώ να δω τι γίνεται>>. Και τώρα η δεύτερη. <<Η απόγνωση θάβει τις λέξεις μαζί με χιλιάδες νεκρούς. Πεταλούδες της νύχτας ζαλισμένες έπεφταν στο φως της βεράντας. Καθόμουν και τις παρακολουθούσα, ο τέλειος χορός μιας μοναδικής βραδιάς στο μεγαλείο του. Καίγονται μες στο πάθος, σβήνουν για να ξαναγεννηθούν και να πεθάνουν πάλι με τον ίδιο χορό. Τώρα το φεγγάρι καθόταν στην κορφή του πεύκου να ξεκουραστεί. Κάτι σύννεφα τρέξαν, το σκέπασαν κι έτσι αποκοιμήθηκε. Η φύση παραδινόταν στην αντάρα του χειμώνα, που ερχότανε βαρύς να πέσει πάνω μας. Μπήκα μέσα, έκλεισα την πόρτα και τράβηξα για το δωμάτιό μου. Έπεσα στο κρεβάτι και χάθηκα σ΄ ένα βάθος απότομο, που όσο τα χρόνια περνούν, τόσο αυτό με ρουφάει όλο και περισσότερο. Χίλια κομμάτια απ΄ το κορμί μου αγωνίζονται να βρουν τη θέση τους. Τότε πιάνει η μέρα να χαράζει>>.
Κυρίες και Κύριο
Το μυθιστόρημα της Ρούλας Καρακατσάνη με τίτλο <<Εδώ αρχίζει τ΄ όνειρο>> δεν είναι μόνο ποιητικό και κυρίως απολογητικό μιας γενιάς που είδε το όραμά της να γκρεμίζεται. Είναι πάνω απ΄ όλα κραυγή σιωπής και δάκρυ ευαισθησίας για έναν κόσμο σκληρό και άδικο που δεν αντέχει το όνειρο, όπως η μέρα το σκοτάδι. <<Τα μόνα όνειρα-λέει ο ήρωας-που μου επέτρεψε η ζωή να κάνω ήταν στον ύπνο μου. Σπάνια τα θυμάμαι. Όταν ξυπνάω η πραγματικότητα τα ισοπεδώνει>>. Στο απόσπασμα που ακολουθεί λόγος και σιωπή, απογοήτευση και δάκρυ συμπλέκονται αξεδιάλυτα σ΄ ένα παιχνίδι ζωής και θανάτου.<<Τελευταίος ήταν ο Χελιδόνης, πέθανε, μαζί του ξεψύχησε το κόμμα. Τα όνειρα εκατομμυρίων ανθρώπων, μαζί με τις μάχες τους έμειναν θαμμένα στα νεκροταφεία του κόσμου. Μας τη φέρανε. Την ελπίδα ρήμαξε η σιωπή. Κανείς δεν έβγαζε άχνα, μόνο το μυαλό δούλευε ασταμάτητα και η σκέψη βυθιζόταν, καταχωνιαζόταν στο υποσυνείδητο. Καταπίναμε τις λέξεις μαζί με μια μπουκιά ξερό ψωμί. Τα χρόνια περνούσαν με τη νοσταλγία γι΄ αυτά που ζήσαμε και γι΄ αυτά που αφήσαμε να φύγουν μέσα από τα χέρια μας. Η ρουλέτα γυρίζει για όλους το ίδιο, όποιος αντέξει>>.
Τελειώνοντας, Κυρίες και Κύριοι, θα ήθελα να πω ότι η Ρούλα Καρακατσάνη είναι κεφάλαιο του πολιτισμού μας. Ενός πολιτισμού που αντιστέκεται σε οργανωμένες και μη προσπάθειες συρρίκνωσής του. Και σύμφωνα με τον Νηλ Πόστμαν:<< Δύο είναι οι τρόποι με τους οποίους ένας πολιτισμός μπορεί να συρρικνωθεί. Σύμφωνα με τον πρώτο, τον οργουελικό, ο πολιτισμός μεταβάλλεται σε φυλακή. Σύμφωνα με το δεύτερο, τον χαξλεϋκό, ο πολιτισμός γίνεται παρωδία(…) Αυτό που διδάσκει ο Χάξλεϋ την εποχή της προηγμένης τεχνολογίας είναι ότι η πνευματική ερήμωση είναι πιθανότερο να προέρχεται από έναν εχθρό με χαμογελαστό πρόσωπο παρά από κάποιον του οποίου η έκφραση εμπνέει υποψία και μίσος. Στην προφητεία του Χάξλεϋ, ο Μεγάλος Αδελφός δεν μας βλέπει με δική του επιλογή. Εμείς τον βλέπουμε με δική μας. Δεν χρειαζόμαστε δεσμοφύλακες ή πύλες ή υπουργεία Αλήθειας. Όταν ένας πληθυσμός ψυχαγωγείται με σκουπίδια, όταν η πολιτισμική ζωή επαναπροσδιορίζεται ως συνεχής κύκλος ψυχαγωγίας, όταν μια σοβαρή συζήτηση γίνεται ένα είδος νηπιακού λόγου, όταν με λίγα λόγια ένας λαός γίνεται ακροατήριο και οι δημόσιες πράξεις επιθεωρησιακό θέαμα, τότε ένα έθνος κινδυνεύει>>.
Με λογοτέχνες όμως σαν τη Ρούλα Καρακατσάνη και έργα λογοτεχνικά που συντηρούν το όνειρο και αδιαφορούν για τη δοξασία του Τίποτα, ο ελληνικός πολιτισμός και το έθνος μας δεν κινδυνεύουν, καθώς η βουτιά του καλλιτέχνη στη συλλογική μνήμη του λαού φέρνει στην επιφάνεια την ελπίδα και την αδιάκοπη αναβολή της πραγματικότητας.
Σας ευχαριστώ.
Ιανουάριος 2002
*Λόγος που ακούστηκε στην παρουσίαση του βιβλίου της Ρούλας Καρακατσάνη.